- οπτικομετρικός
- -ή, -ό [οπτικομετρία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οπτικομετρία ή στο οπτικόμετρο2. το θηλ. ως ουσ. η οπτικομετρικήη οπτικομετρία.επίρρ...οπτικομετρικώςμε οπτικομετρικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.